Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Τρομπάρω; 'Αν κρίνω από τις επιλογές της ζωής μου μάλλον τρομπάρω

Τρομπάρω
Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.
1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
- Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
- Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

Βιβλία πεσμένα, και μαζί με την δουλειά πάει και η σχέση. Έτσι είναι, όλα μαζί. Aλλάζουν οι καιροί ή μάλλον τέλος εποχής. Απαρχή μιας άλλης; Ποιός ξέρει. Ας πάω βόλτα με τη μηχανή σε άδειους δρόμους νυχτερινούς, ας πάω στις παλιές γειτονιές που έζησα. Μόνος τότε, μόνος τώρα. Με χρόνια στο κορμί και την ψυχή και μια απύθμενη θλίψη. Μέτρησα.



Για καληνύχτα μερικά χαρτομάντηλα για τα δάκρυα και πουλιά που δεν πεθαίνουν τραγουδώντας αλλά τραγουδάνε πεθαίνοντας.