Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Αφού πηδήσαμε, ακόμα μια ανάρτηση, ακόμα ένας Θανάσης.

......οι δυό τελευταίοι ποιητές μαζί συντραγουδώντας; Ω τι ευτυχία μαμά. Μη με πας στο ΠΙΚΠΑ σήμερα, Θα ακούσω Αγγελάκα να απαγγέλει Θανάση.
Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ’ τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.

Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.

Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει.

Πίσω απ’ τους λόφους, πίσω απ’ τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.

Ανάρτηση για ψύλλου πήδημα;

Τι θα γίνει σύντροφοι; Θα αναρτώ για ψύλλου πήδημα εκεί που αναρτούσα στο πήδημα;
Ακόμα ένας Θανάσης.
San Michele
Δε μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό,
τα δάκρυά μου δε σας λένε κάτι.
Λοιπόν, διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ
να βρω ξανά του νήματος την άκρη.

Πείτε μου εκείνες τις ιστορίες σας,
που κάνουν τα καλάμια να λυγίζουν,
στα όρια των χωραφιών κι εν μέσω άπνοιας
τα μέτωπα των αγροτών δροσίζουν.
Πείτε μου εκείνες τις ιστορίες σας.

Φωτογραφίες δείξτε μου αυτών που Κυριακή
γεννήθηκαν κι εκείνων που έχουν πέσει,
από τη βάρκα λίγο πριν φτάσει στην ακτή,
γιατί η ζωή τους πια δεν τους αρέσει.

Τα τραγούδια πείτε μου που λέτε την αυγή,
σαν σβήνουνε τα φώτα στην πλατεία.
Καθώς και τ’ απογεύματα μετά την προσευχή
και πριν να ξεκινήσει η αλητεία.
Τα τραγούδια πείτε μου που λέτε την αυγή.

Αν συνεχίζουν πείτε μου κοιτώντας τη φωτιά,
οι άνθρωποι να κάθονται στις φτέρνες,
και αν οι ομορφότερες γυναίκες στα κρυφά,
κάτω από τη γλώσσα εκτρέφουν σμέρνες.

Πείτε μου, ακόμα, αν έρχεται στην άκρη του χωριού
ο λύκος του θανάτου τους χειμώνες,
που σαν κουνούσε την ουρά το γάλα έπηζε
στα τρομαγμένα στήθη απ’ τις λεχώνες.
Πείτε μου ακόμα αν έρχεται στην άκρη του χωριού.

Πείτε μου, μη βρέθηκε η σκάφη που, παλιά,
λουζόμουνα με ήλιο και με χιόνι
ή τα μαλλιά που φύλαξε απ’ την πρώτη μου κούρα
η μάνα που ακόμα ρούχα απλώνει.

Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό,
συντρόφια, μήπως βρέθηκε και κείνο,
να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές
με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο.