Eίν' ακριβός ο αέρας που φτύνεις,
ακριβό το ποτό και το πίνεις.
Tρύπιες τσέπες και μακό φανελάκι,
είν' ο κόσμος μπουκιά και φαρμάκι,
είν' ο κόσμος δροσιά κι αεράκι.
Λύσσα ο έρωτας, χάδι ο έρωτας,
κόκκινα μάτια μου μή με ρωτάς.
Στα 17 σου πηδάς το καλάμι,
στα 19 σου κανείς δεν σε πιάνει.
Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο·
σε λίγα χρονάκια δεν ξέρεις πού πας.
Eνήλικο μούτρο ανοίγεις γραφείο.
Tα πεντοχίλιαρα μυρίζουν αιδοίο.
Γλυκά νανουρίζεις το ρήγμα π' ανοίγει,
το ξέρεις καλά η ζωή σου έχει φύγει·
συμβόλαιο στο πάθος που λήγει.
Θηλιά ο έρωτας, ανάγκη ο έρωτας,
καμμένα μάτια μου μη με ρωτάς.
Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο·
φοβάσαι και ξέρεις πού πας.
Oλοι οι καριόληδες μια εταιρία.
Σάπια ηλικία και αδυναμία.
Γελάει ο χρόνος και λάμπει ανθισμένος
στο δρόμο σκοτώνει κι είναι κερδισμένος.
Σπάει το νήμα κι αναρωτιέσαι:
τόσα χρονάκια γιατί να τραβιέσαι;
Στάχτη ο έρωτας, μνήμη ο έρωτας,
γέρικα μάτια μου μη με κοιτάς.
Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο·
σε λίγα χρονάκια το ξέρεις γερνάς.
Kαληνύχτα μαλάκα η ζωή έχει πλάκα,
έχει γούστο και φλόγα
είναι κάτι σαν ρόδα:
σε πατάει και σε παίρνει,
μόνο ίχνη σου σέρνει
21 Μαίου.
Ο χρόνος τελειώνει.
Δεν έχω πια λέξεις. Θέλω εικόνες και χρώματα για να σε κάνω να καταλάβεις.
Πέρασα από την οργή και πια δεν έχω τίποτα παρά θλίψη.
Η κόρη μου θα ζήσει στον μαλακισμένο κόσμο που της έφτιαξα, η τουλάχιστον, για να είμαι και δίκαιος με τον εαυτό μου, δεν έκανα όσα έπρεπε για να μη γίνει μαλακισμένος, έστω και για την τιμή των όπλων.
Ας ζήσω λοιπόν για λίγο στα παλιά. Παλιές φωτογραφίες των λευκών κελιών. 18άρης έφηβος με εικόνες του Τσε να με στοιχειώνουν. Camel και Van Der Graaf. Ο Θανάσης στην χώρα της σφαλιάρας με τα μεγάφωνα του μικρέμπορα να διαχέουν τον Θεοδωράκη. Τραίνο Αθήνα-Καλαμάτα. Χαρτόκουτα στρωμένα για ύπνο σε σταθμούς στο Άργος και Τρίπολη. Κιθάρα κλασσική να παίζει Taregga και Vila Lobos. Δροσιά και καθαρός κρύος πρωινός καλοκαιρινός αέρας. Εξισώσεις, αόριστα ολοκληρώματα και πρωινή έγερση την 5ην πρωινή. Το διάβασμα για Πανελλήνιες είναι καλύτερο το πρωί με καθαρό μυαλό. Και εικόνες έρωτα. Είμαι τυχερός που έζησα τον καθαρό έρωτα, τις καθαρές σχέσεις, τις καθαρές ψυχές, τις καθαρές λαδωμένες ολόσωμες φόρμες μηχανουργείων. Και τώρα τι; Έφηβοι απελπισμένοι, παιδιά που δεν τολμούν να έχουν εικόνες και όνειρα. Να θλίβομαι η να οργίζομαι. Δεν ξέρω πια. Δεν ξέρω. Ας τελείωσω με άσμα εφηβικών μου χρόνων από γεροξεκούτη και αλήτη τραγουδοποιό που τότε με συγκινούσε.
Για την ζωή μας την σκυφτή.
Κίτρινα γυαλιά νυχτερινής όρασης. Συμπεριφορά όχλου και κόκκορα σε περίοδο αναπαραγωγής. Και παπάκια, πολλά παπάκια, χιλιάδες παπάκια. Μπιπ, Μπίιιιπ. Βγές από την πορεία μου φώναζε το όργανο, συνεπιβάτης σε παπάκι. Έχει πορεία μπροστά; τον ρώτησα δήθεν απορημένος. Πέρασα 25 μήνες από την ζωή μου στην χειρότερη υπηρεσία του Π.Ν. υπηρετώντας (άκου λέξη, μου θυμίζει την δουλειά-δουλεία), και κάτι 20άρικα αμούστακα κοκκοράκια κουβαλώντας το 45άρι μου μιλάνε σε αγοραία γλώσσα και ύφος γηπέδου. Αντράκια που δεν υπηρέτησαν ποτέ και τίποτα παρά μόνο τις εφηβικές τους ορμόνες, αμόρφωτοι με την Ελληνική σημαία στην στολή, ντροπιάζοντάς την κάθε μέρα. Και φόβος, φόβος αναγνώρισης. Κουκούλες, γυαλιά και κράνος να κρύβουν όλο το πρόσωπο. Οι προστάτες του πολίτη κρύβουν το πρόσωπό τους. Δεν ντρέπονται λίγο. Οι Έλληνες είχαν πάντα ψηλά το κεφάλι τους. Για τον Μάριο εκεί ψηλά.